- υδάτινος
- -η, -ο / ὑδάτινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ1. αυτός που αποτελείται από νερό, υδατώδης (α. «υδάτινο στρώμα» β. «πνεύματα ὑδατινώτατα», Ιπποκρ.)νεοελλ.1. παρασκευασμένος με νερό («υδάτινη βαφή» — υδρόχρωμα, νερομπογιά)2. μτφ. διαφανής («υδάτινες γραμμές» ή «υδάτινα σημεία» — τα υδατογραφήματα)φρ. α) «υδάτινο οικοσύστημα»βιολ. οικοσύστημα που αναπτύσσεται σε έναν υδάτινο χώρο, από τον πιο μικρό νερόλακκο μέχρι τον ωκεανό, και τού οποίου κύριο χαρακτηριστικό είναι οι μοναδικές φυσικοχημικές και βιολογικές ιδιότητες τού νερούβ) «υδάτινο ισοζύγιο» — η ποσοτική απεικόνιση τών υδάτινων εισροών και εκροών ενός συστήματοςγ) «υδάτινοι πόροι» — το σύνολο τών φυσικών υδάτων, ανεξάρτητα από την κατάσταση τους, δηλαδή αέρια, υγρά ή στερεά, τα οποία απαντούν στη Γη ή σε μια δεδομένη περιοχή ή χώρα και μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τον άνθρωποαρχ.1. (για λεπτά μιλήσια υφάσματα) ο διαφανής σαν το νερό ή αυτός που έχει το χρώμα τής θάλασσας, κυανός, γαλάζιος («πολλὰ δ' οἷα γυναῑκες φορέοισ' ὑδάτινα βράκη», Θεόκρ.)2. μτφ. ευλύγιστος, εύκαμπτος («ὑδάτινοι βραχίονες», Ανθ. Παλ.)3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑδάτινονείδος νερού με θεραπευτικές ιδιότητες για τις οφθαλμικές παθήσεις4. φρ. α) «ὑδάτινος νάρκισσος» — υδροχαρής νάρκισσοςβ) «τὸ ὑδάτινον σῶμα» — το νερό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ύδατος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].
Dictionary of Greek. 2013.